- πολύβιος
- πολύβιοςwell-to-domasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πολύβιος — well to do masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek
πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek
Δημητρακόπουλος, Πολύβιος — (Κυπαρισσία 1864 – Αθήνα 1922). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Είναι κυρίως γνωστός για τα θεατρικά του έργα, ορισμένα από τα οποία ήταν πολύ δημοφιλή στην εποχή τους. Η πρώτη αξιόλογη εμφάνισή του στο θέατρο έγινε το 1895 με το τετράπρακτο… … Dictionary of Greek
πολύβιον — πολύβιος well to do masc/fem acc sg πολύβιος well to do neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Полибий — (Πολύβιος) известный историк, сын Ликорты, уроженец Мегалополя. Род. между 212 и 205 г., ум. между 130 и 123 г. до Р. Хр. Отец его после смерти Филопемена (183), его земляка, друга и политического единомышленника, был избран в союзные стратеги и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Πολυβίου — Πολύβιος well to do masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβίου — πολύβιος well to do masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυβίους — Πολύβιος well to do masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβίους — πολύβιος well to do masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)